Μισθούς
Πέραν Του Προϊόντος Της Εργασίας Τους
Απολάμβαναν Για Χρόνια Πολλοί, Σύμφωνα
Με Το Π. Κύπρου
Onlycy.com
Για
πολλά χρόνια οι εργαζόμενοι στο δημόσιο,
αλλά και σε ορισμένους κλάδους του
ιδιωτικού τομέα, απολάμβαναν μισθούς
και άλλα ωφελήματα πέραν του προϊόντος
της εργασίας τους και αυτό ήταν κυρίως
αποτέλεσμα της επιρροής των εργατικών
συνδικάτων και άλλων οργανωμένων
κοινωνικών ομάδων, με τις εκάστοτε
κυβερνήσεις να παίρνουν αποφάσεις στη
βάση πολιτικής παρά οικονομικής λογικής»,
αναφέρει το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών
του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το
ΚΟΕ σε ανακοίνωση του αναφέρει ότι
«ριζικές και άμεσες μεταρρυθμίσεις
είναι απαραίτητες ώστε, χωρίς να
παραβλέπονται οι δυσκολίες στη μέτρηση
του προϊόντος που αναφέρονται πιο πάνω,
οι αμοιβές να αντιστοιχούν στην αξία
του προϊόντος για όλους τους εργαζόμενους
από την πρώτη μέχρι την τελευταία
μισθολογική κλίμακα».
Προσθέτει
ότι «με αυτό τον τρόπο, καθώς και με
οργανωτικές βελτιώσεις του δημόσιου
τομέα ώστε να αυξηθεί η ‘ολική’
παραγωγικότητά του, θα διορθωθούν
στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και θα
αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής
οικονομίας, που είναι προαπαιτούμενο
για έξοδο από την κρίση».
Επίσης,
«η σπατάλη από την πληρωμή αμοιβών
υψηλότερων από την αξία του προϊόντος
που παράγεται , ακόμη και κατά μέσο όρο,
ίσως είναι μεγαλύτερη ανάμεσα στους
χαμηλό μισθούς παρά τους υψηλόμισθους
υπαλλήλους».
Το
ΚΟΕ αναφέρει ότι η οικονομική κρίση
έχει αναδείξει τη σημασία της αύξησης
της παραγωγικότητας για να βελτιώσει
η οικονομία την ανταγωνιστικότητα και
τις προοπτικές ανάπτυξής της.
Σύμφωνα
με την ανακοίνωση, «το ΚΟΕ έχει αναλύσει
την πορεία της παραγωγικότητας της
κυπριακής οικονομίας συνολικά και κατά
τομέα την περίοδο πριν την οικονομική
κρίση προκειμένου να διαφανεί ο ρόλος
του κόστους της εργασίας στη διάρκεια
της περιόδου αυτής. Επίσης, αναφέρεται
ότι η πορεία της παραγωγικότητας
συγκρίνεται με αυτή χωρών της Ευρωζώνης
για να εκτιμηθεί πόσο διαφοροποιήθηκε
η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής
οικονομίας κατά την ίδια περίοδο.
Η
μελέτη του ΚΟΕ δείχνει ότι το κόστος
εργασίας ανά μονάδα προϊόντος πριν την
περίοδο 2002 – 2010 ήταν υψηλό σε σύγκριση
με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα
η Κύπρος να γίνει λιγότερο ανταγωνιστική
σε σχέση με σημαντικούς εμπορικούς
εταίρους της.
Αυτό
συνέβη παρά την αύξηση της παραγωγικότητας
της εργασίας κατά μέσο όρο 1,7% την περίοδο
2002 – 2007 και 0.9% την περίοδο 2008 – 2010, και
παρά την αύξηση της προσφοράς εργασίας
από τη ροή ξένων εργατών (κυρίως από
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) μετά την
ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
το Μάιο του 2004.
Όσον
αφορά επιμέρους τομείς της οικονομίας
«τα αποτελέσματα της έρευνας του ΚΟΕ
δείχνουν ότι στις ‘Κατασκευές’,
‘Μεταφορές’, ‘Χρηματοοικονομικά &
Ασφάλιση’ και ‘Υγεία’ το κόστος
εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε
λιγότερο από ότι στους αντίστοιχους
τομείς άλλων χωρών της Ευρωζώνης».
Στη
βάση αυτού του αποτελέσματος μπορεί να
εξαχθεί το συμπέρασμα, τουλάχιστον όσο
αφορά το κόστος της εργασίας, ότι οι εν
λόγω τομείς βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά
τους στην Ευρωζώνη, προστίθεται.
Το
αντίθετο, σύμφωνα με την ανακοίνωση,
«φαίνεται να ισχύει για τους τομείς
‘Μεταποίηση’, ‘ Ξενοδοχεία &
Εστιατόρια’, ‘Ηλεκτρισμός, Yγραέριο &
Νερό’ και ‘Εκπαίδευση’, των οποίων το
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος
αυξήθηκε περισσότερο από ότι στους
αντίστοιχους τομείς άλλων χωρών της
Ευρωζώνης.
Ωστόσο,
ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα κάποιος
δεν πρέπει να παραγνωρίσει τις δυσκολίες
στη μέτρηση του προϊόντος, ιδιαίτερα
σε τομείς παραγωγής υπηρεσιών (π.χ.
τράπεζες), σημειώνει η ανακοίνωση.
Οπως
επισημαίνεται, οι καλές επιδόσεις του
χρηματοοικονομικού τομέα λίγο πριν την
κατάρρευσή του δυνατόν να αντανακλούν
στην εντυπωσιακή αλλά – όπως αποδείχτηκε
εκ των υστέρων – χωρίς «αντίκρισμα»
επέκτασή του.
Σύμφωνα
με το ΚΟΕ, «παρά τη σημασία που αποδίδεται
στη βελτίωση της παραγωγικότητας και
ανταγωνιστικότητας για έξοδο της Κύπρου
από την οικονομική κρίση, συχνά οι
έννοιες αυτές δεν φαίνεται να γίνονται
επαρκώς κατανοητές στις δημόσιες
συζητήσεις».
Αναφέρει
ότι «ακόμη πιο συχνά δεν φαίνεται να
γίνεται κατανοητό τί χρειάζεται να
γίνει για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα
και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».
Ως
παράδειγμα, το ΚΟΕ, σημειώνει το γεγονός
ότι «οι συζητήσεις αυτές κατά κανόνα
επικεντρώνονται σε μερικούς υψηλόμισθους
υπαλλήλους (κυρίως στο δημόσιο τομέα)
αγνοώντας το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός
απασχολουμένων σε μεσαίες και χαμηλές
κλίμακες αμείβεται περισσότερο από την
προστιθέμενη αξία της εργασίας του».
Προσθέτει
ότι «επειδή αυτοί οι εργαζόμενοι
αποτελούν το μεγάλο όγκο απασχόλησης,
δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί η
παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα
της δημόσιας υπηρεσίας και, γενικότερα,
της οικονομίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου