Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Συνέντευξη Κυρίτση


Xaravgi
athina ksenofontos

ΠΑΜΠΗΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ - Το κεφάλαιο τυγχάνει προστασίας και μάλιστα πολιτικής υποδεικνύει ο Γενικός Γραμματέας της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης και προκαλεί τα κόμματα της Δεξιάς να υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή για την προστασία των μισθών. Οπως επισημαίνει σε συνέντευξή του στη Χαραυγή, οι εργοδότες εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες και τη «χρυσή» ευκαιρία που τους δίνει η διακίνηση των εργαζομένων, εφαρμόζουν πρακτικές για ίδιον όφελος που παλαιότερα ούτε στο τραπέζι των διαβουλεύσεων δεν έθεταν. Το συνδικαλιστικό κίνημα και το Υπουργείο Εργασίας, τονίζει, στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ισχυρής νομοθεσίας που να δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στον εκάστοτε Υπουργό Εργασίας, να επεκτείνει μια συλλογική σύμβαση, όταν παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο και να την καθιστά υποχρεωτική. Ετσι, σημειώνει ο Π. Κυρίτσης, θα υπάρχει μια στοιχειώδης προστασία και των ξένων, από την υπερεκμετάλλευση αλλά και των ντόπιων από ένα αθέμιτο ανταγωνισμό, φαινόμενο το οποίο συναντάμε σήμερα σε ευρεία κλίμακα και ειδικότερα στην ξενοδοχειακή και οικοδομική βιομηχανία. Ο Π. Κυρίτσης καταγγέλλει τις πρακτικές και την υποκρισία που εφαρμόζουν τα κόμματα της Δεξιάς, εκμεταλλευόμενοι το αίσθημα των πολιτών για να κάνουν λαϊκισμό και δημαγωγία, χρησιμοποιώντας την παρουσία των ξένων εργαζομένων. Οταν κληθούν, όμως, να τοποθετηθούν για το εν λόγω νομοσχέδιο, ο Γ.Γ. της ΠΕΟ εκφράζει πολύ σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο θα το ψηφίσουν. Κατά πάσα πιθανότητα, διαμηνύει, θα προτιμήσουν να εξυπηρετήσουν την ομοσπονδία εργοδοτών και βιομηχάνων και τους επιχειρηματίες, παρά να προστατεύσουν την ευημερία της πλειοψηφίας των πολιτών.
Γι’ αυτό, τονίζει, οι εργαζόμενοι πρέπει να σκεφτούν δυο και τρεις φορές πώς και τι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.


Με την είσοδο της Βουλγαρίας και Ρουμανίας στην Ε.Ε. αντί να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αυτών των χωρών, μειώνεται των υπολοίπων. Πού αποδίδετε το γεγονός;
Ετσι είναι. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση αυτή η λογική επικρατεί σε όλα τα επίπεδα που έχουν να κάνουν με το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων αλλά και τους όρους εργασίας των εργαζομένων. Η «περίφημη» φιλοσοφία της οδηγίας Μπόλκενσταϊν, τι ήταν, πού στόχευε και γιατί υπήρξε τόση μεγάλη αντίδραση από τα συνδικάτα πανευρωπαϊκά; Η στόχευσή της ήταν να χρησιμοποιήσει το λεγόμενο δικαίωμα της ελεύθερης αγοράς υπηρεσιών, για να προωθήσει τη λογική ότι τα εργασιακά δικαιώματα στην Ε.Ε. θα πρέπει να είναι εκείνα που ισχύουν στις φτωχότερες χώρες και όχι στις πλουσιότερες.  Μέσα από τη διαδικασία τής τάχα ελεύθερης επιλογής έδρας για τις επιχειρήσεις, θα εδίνετο το δικαίωμα στους επιχειρηματίες, ανάλογα σε ποια χώρα τοποθετεί την έδρα της να έχει τους όρους εργασίας εκείνης της χώρας.  Ουσιαστικά ήθελε να ανοίξει το δρόμο, μέσα από αυτή τη διακίνηση, της αργής αλλά σταθερής συμπίεσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα χαμηλότερα επίπεδα και όχι να ανεβαίνουν στα ψηλότερα. Αυτή η ύπουλη λογική διαπνέεται και στα θέματα που έχουν να κάνουν με το όριο αφυπηρέτησης αλλά και στα θέματα της υγείας. Στην Ε.Ε. βέβαια θεωρούν την ελεύθερη διακίνηση ως «ιερό μέτρο» και δεν δέχονται καμία παραβίαση καθώς είναι μια από τις βασικές και ιδρυτικές αρχές της Ενωσης.  Τελικά, όμως, χρησιμοποιείται περισσότερο ως μέσο συμπίεσης και υποβάθμισης των όρων εργασίας με όλες τις παραμέτρους που κουβαλά ο όρος υποβάθμιση, παρά για τη βελτίωση της διαβίωσης των ανθρώπων. Οι εργαζόμενοι ξεκινούν από τις φτωχές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.) για να εργαστούν στις πλουσιότερες, όμως στη χώρα υποδοχής είναι ανυπεράσπιστοι καθώς δεν γνωρίζουν ούτε τη γλώσσα ούτε τους όρους εργασίας, είναι ευάλωτοι και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το φαινόμενο και το «παιγνίδι» είναι γνωστό καθώς το συναντούμε και στην Κύπρο, σε ευρεία κλίμακα μάλιστα.

Αυτή η πρακτική πώς επηρεάζει το ντόπιο εργατικό δυναμικό;

Η  παρουσία αυτών των ανυπεράσπιστων φτωχών εργαζομένων που είναι διαθέσιμη εργατική δύναμη στις πλουσιότερες χώρες, δημιουργεί συνθήκες στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται περισσότερο και τους ντόπιους εργαζόμενους. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένας μηχανισμός -στρατός εργασίας- που ασκεί πίεση γενικότερα πάνω στους όρους απασχόλησης όλων των εργαζομένων. Αυτό είναι μια πραγματικότητα.

Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το φαινόμενο;
Οπως είναι τα δεδομένα σήμερα δεν μπορούμε να στραφούμε ασφαλώς στις ιδρυτικές αρχές της Ε.Ε. ή να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια άγονη προσπάθεια που δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα, όπως είναι οι συσχετισμοί, ώστε να σταματήσει η ελεύθερη διακίνηση εργαζόμενων. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και είναι δέκα φορές πιο δύσκολο αν ξεκινά από μια χώρα όπως η δική μας που είναι πολύ μικρή.  Βέβαια το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν το αντιμετωπίζουν μόνο τα συνδικάτα στην Κύπρο αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά. Πρέπει να εξευρεθεί τρόπος να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι όπου και να εργάζονται στην Ευρώπη, θα πρέπει να έχουν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας στη χώρα που εργάζονται.

Αυτή η έκρηξη στη διακίνηση των εργαζομένων που βλέπουμε σήμερα σε όλες τις χώρες, ενδεχόμενα να κινήσει τα πράγματα προς τα μπρος;
Μπορεί να ισχύσει, όχι όμως απαραίτητα. Ενδεχόμενα να δημιουργήσει ένα κίνημα αντίστασης σ’ αυτή την ασφυκτική κατάσταση που δημιουργείται παντού σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη. Από την άλλη όμως, η φτώχεια και η ανασφάλεια που δημιουργεί η κρίση στους εργαζόμενους, τους κάνει πιο ευάλωτους και πιο επιρρεπείς σε υπερεκμετάλλευση και σε διάθεση να εργαστούν με μειωμένους όρους και λιγότερα δικαιώματα για να εξασφαλίσουν τη ζήση της οικογένειάς τους.  Και αυτός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει όλοι να έχουν υπόψη. Εμείς εδώ στην Κύπρο έχουμε μεγαλύτερο ακόμη πρόβλημα, γιατί το σύστημα εργασιακών σχέσεων στηριζόταν για πάρα πολλά χρόνια στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων. Μέχρι σήμερα εθεωρείτο ένα πετυχημένο μοντέλο γιατί δεν είχε την ισχυρή παρέμβαση της εργατικής νομοθεσίας στη διαμόρφωση των όρων απασχόλησης.

Αυτό όμως ήταν ένα πλεονέκτημα για την Κύπρο...
Ναι, αυτό ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για την Κύπρο, γιατί οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είχαν στα χέρια τους, μέσα από τη διαπραγμάτευση, την υπόθεση της διαμόρφωσης των μισθών και των όρων. Αυτό το πλεονέκτημα όμως τώρα τείνει να μετατραπεί σε μειονέκτημα, σ’ αυτές τις συνθήκες. Οι εργοδότες εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες και τη «χρυσή» ευκαιρία που τους δίνει η διακίνηση των εργαζομένων, εφαρμόζουν πρακτικές για ίδιον όφελος που παλαιότερα ούτε στο τραπέζι των διαβουλεύσεων δεν έθεταν.
Δηλαδή η έλλειψη ισχυρής νομοθεσίας που να προστατεύει τις συμβάσεις και τους όρους απασχόλησης, δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε η χρησιμοποίηση των ξένων ως φτηνή εργατική δύναμη να γίνεται πολύ πιο εύκολα. 
Σε άλλες χώρες που δεν είχαν ανεπτυγμένο σύστημα εργασιακών σχέσεων όπως το δικό μας το οποίο λειτουργεί με συμβάσεις, οι όροι εργοδότησης καθορίζονταν με νόμους. Παρέχεται στους εργαζόμενους δηλαδή μια υποτυπώδης προστασία, παρ’ όλο που όλοι γνωρίζουν ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται εύκολα σ’ αυτόν τον τομέα.  Με τα πιο πάνω δεδομένα, εμείς έχουμε βρεθεί σε μια πολύ δύσκολη θέση με τη μαζική εισροή φτηνής εργασίας από το εξωτερικό. 

Δεν υπάρχει διέξοδος;
Εκείνο που στοχεύουμε τώρα είναι μια πιο ισχυρή νομοθεσία που να δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στον εκάστοτε Υπουργό Εργασίας, να επεκτείνει μια συλλογική σύμβαση, όταν παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο και να την καθιστά υποχρεωτική. Ετσι θα υπάρχει μια στοιχειώδης προστασία και των ξένων, από την υπερεκμετάλλευση αλλά και των ντόπιων από ένα αθέμιτο ανταγωνισμό, φαινόμενο το οποίο συναντάμε σήμερα στην ξενοδοχειακή και οικοδομική βιομηχανία. Εκεί που τα πράγματα λειτουργούν ομαλά δεν χρειάζεται να αλλάξει οτιδήποτε.

Είναι εύκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Γνωρίζουμε πως δεν θα είναι εύκολο να το πετύχουμε γιατί δυστυχώς το κεφάλαιο τυγχάνει προστασίας και μάλιστα πολιτικής, τον τελευταίο καιρό.  Ενας τέτοιος νόμος πρέπει να εγκριθεί από τη Βουλή και κατ’ επέκταση τη σημερινή αντιπολίτευση. Μπορεί τα κόμματα της Δεξιάς να χρησιμοποιούν το φαινόμενο με τους ξένους όταν κάνουν λαϊκισμό και δημαγωγία, αλλά όταν προωθηθεί ένα νομοσχέδιο στη Βουλή, πολύ αμφιβάλλω αν θα το στηρίξουν.
Μάλλον θα προτιμήσουν να εξυπηρετήσουν την ομοσπονδία εργοδοτών και βιομηχάνων και τους επιχειρηματίες, παρά να προστατεύσουν την ευημερία της πλειοψηφίας των πολιτών. Οταν οδηγηθεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο στη Βουλή οι επιχειρηματίες όπως κάνουν συνήθως θα ωρύονται γιατί καταργεί -κατά την άποψή τους- την ελευθερία επιλογής των μισθών. Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι πρέπει να σκεφτούν δυο και τρεις φορές πώς και τι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Και στην Ελλάδα έτριβαν τα χέρια τους τα μέλη των συνδέσμων εργοδοτών όταν πριν από δύο χρόνια περίπου, άρχισαν να μειώνονται οι μισθοί, όμως σήμερα διαμαρτύρονται και οι ίδιοι εναντίον της Τρόικας με τις εισηγήσεις για περαιτέρω μειώσεις.
Ναι, γιατί τώρα διαπιστώνουν και οι ίδιοι ότι χωρίς λεφτά ούτε τα δικά τους προϊόντα μπορούν να πωλήσουν. Αυτή η σκληρή λιτότητα και γενικά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, όπως εφαρμόστηκε στην Ε.Ε., φαίνεται να φτάνει στα όριά του και η Ευρώπη ολόκληρη πλέον συγκλονίζεται από μια διαδικασία φαύλου κύκλου. Δεν μπορεί να βγει από την ύφεση, ενώ η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη με εμφανή τον κίνδυνο μιας μεγάλης κοινωνικής αναταραχής.  
Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα για να επισημάνω ότι εμείς δεν τα έχουμε με τους εργαζόμενους που έρχονται στην Κύπρο να εργαστούν σε μια προσπάθεια καλύτερης ζωής ούτε θεωρούμε ότι είναι εχθροί και αντίπαλοί μας. 

Κάθε άλλο, είναι οι πιο ευάλωτοι εργαζόμενοι και χρειάζονται τη στήριξη και υπεράσπιση του συνδικαλιστικού κινήματος.  Επιθυμία μας είναι να δημιουργήσουμε συνθήκες ένταξής τους στο συνδικαλιστικό κίνημα ώστε να λειτουργούν ως εργαζόμενοι και όχι ως εργαλεία και μοχλοί στα χέρια των εργοδοτών. Το δεύτερο που προσπαθούμε είναι να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες και προϋποθέσεις ώστε να μην υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων και η τιμή της εργασίας των ανθρώπων να μην είναι αντικείμενο κερδοσκοπίας, αλλά να υπάρχουν αξιοπρεπείς, ρυθμισμένοι όροι απασχόλησης για τον κάθε ένα. Από εκεί και πέρα και με βάση τη λογική, η προτίμηση των εργοδοτών για μία θέση πρόσληψης να εστιάζεται στα προσόντα, την πείρα και τις ικανότητες του εργαζόμενου και όχι να τον αναγκάζουν να εργαστεί με μισθούς πείνας και απεριόριστο ωράριο επειδή έτυχε να είναι ανυπεράσπιστος και ευάλωτος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου